ζαμπουνιάζω

ζαμπουνιάζω
ζαμπούνιασα, ζαμπουνιασμένος
1. αρρωσταίνω.
2. γεμίζει το σώμα μου εξανθήματα: Το παιδί ζαμπούνιασε από την ιλαρά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”